- τανύκραιρος
- -ον, Ααυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό-κραιρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τανυκραίροιο — τανύκραιρος long horned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυκραίροις — τανύκραιρος long horned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυκραίροισιν — τανύκραιρος long horned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυκραίρων — τανύκραιρος long horned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυκραίρῳ — τανύκραιρος long horned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκραιρος — δίκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. ο σχισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)] … Dictionary of Greek
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek